- ἐκφοροῦμαι
- ἐκφορέωcarry outpres ind mp 1st sg (attic epic doric)ἐκφορέωcarry outpres ind mp 1st sg (attic epic doric)ἐκφορόομαιto be worn into holespres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκφορούμαι — (I) ( έομαι) (ανατομ.) (για εκκρίματα) διοχετεύομαι από τους εκφορητικούς* πόρους. (II) ἐκφοροῡμαι ( όομαι) (Α) παθ. (για πέτρες) γίνομαι πορώδης, αποκτώ τρύπες, γίνομαι εύτριπτος* … Dictionary of Greek